1 ἀίω
• Prosodia: [ᾰῐ-; pero ᾱῐ- A.Supp.59, S.OC 181]
• Morfología: [act. pres. part. eol. ἀίοισα Sapph.1.6, Theoc.6.26; impf. iter. ἀίεσκον Nonn.Par.Eu.Io.9.35; aor. ind. tem. ἄϊεν Pi.P.3.27, 12.10, imperat. 2a plu. ἄετε Hsch., part. ἀϊών Pi.Fr.52f.8, Fr.52w.7; med. fut. chipr. ἀϜιjήσομαι ISKouklia 237.5 (IV a.C.)]
I sentir c. gen.
ἵπποι πληγῆς ἀίοντεςIl.11.532.
II en rel. con sonidos
1 oír, escuchar c. ac.
κτύπονIl.10.532, Nonn.D.25.18,
ὄπαIl.18.222,
λιγύραν [ἀοί]δανSapph.103.7,
(θρῆνον) ... τὸν ... ἄϊεPi.P.12.10,
ψόφον ἀϊὼν ΚασταλίαςPi.Fr.52f.8, cf. 52w.7,
γόονA.A.55,
τὰ]ς ἔμας αὔ[δας ἀίοισαSapph.l.c.,
ἔργων ἀκόντων ἀίοντες αὐδάνS.OC 240, cf. E.Hec.173,
φάμανE.Hec.175,
φάτινE.Io 507,
ἀχάνE.Med.148, 205,
οἴκτουςE.Tr.155,
ὁ πάντ' ἀίων Διὸς ὍρκοςS.OC 1767,
τάδε Πενθέως ἀίεις; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν ἐς τὸν Βρόμιον;E.Ba.373,
βάξιν ἀγειρομένων ἡρώωνA.R.1.124
•c. gen. de cosa
βοῆςOd.9.401,
ἀγγελίηςOd.24.48,
ἀράωνIl.23.199,
τῶν ἡμετέρων ἀίῃς μύθωνS.Ph.1410,
τῶν (ἔπη) ἐκεῖνος ἀίωνS.OC 304,
ἠχοῦςNonn.D.14.10, del alma
τὴν ἔγνων φθεγξαμένης ἀίωνque he reconocido al oír su voz Xenoph.6.5.
2 abs. oír, llegarle al oído
ἄϊε Ζεύς (el tumulto de los dioses peleándose)Il.21.388, cf. Od.10.118,
εἰ μὴ ... ἄϊε ἐξ ἄντρου Ἑκάτηh.Cer.25,
κλῦθι ἰδὼν ἀίων τεHes.Op.9,
ἄϊε μᾶτερ ΝύξA.Eu.844, 876,
νεογνὸς ἂν ἀϊὼν μάθοιA.A.1163,
ἄϊες ὢ, ἔκλυες ὤE.Hipp.362,
καὶ μὰν ἀίωE.Rh.546,
ἀίοι δ' εὐμενέως ὁ θεόςTheoc.Ep.4.18, cf. 6.26.
3 c. or. de rel. y complet. comprender, entender
οὐκ ἀίεις ἅ τέ φησι θεά ...;¿no entiendes lo que te dice la diosa?, Il.15.130
•percibir, darse cuenta, saber
ὅ με ... βάλεν Αἴας χερμαδίῳIl.15.248,
ποῖον κλέος ἔλλαβεOd.1.298
•c. ὡς, ὅτι:
οὐκ ἀίεις ὡς Τρῶες ... ἥαται ἄγχι νεῶν;Il.10.160,
οὐκ ἀίεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες ...;Od.18.11, cf. Nonn.Par.Eu.Io.9.35.
4 c. gen. de pers. oír, escuchar, prestar atención
Τρώων ἰόντωνIl.10.189, cf. 11.463
•incluso a veces con el sentido de obedecer
τοῦδ' ἄνακτος ἀίονA.Pers.874,
ἀίετέ μουE.Supp.820,
σοῦ πατρόςAr.Nu.1166,
Χαλκιόπης ἀίουσαA.R.3.270.
III ver
προβίβαζε, κούρα, πόρσω· σὺ γὰρ ἀΐειςS.OC 181.
• Etimología: ἀίω y αἰσθάνομαι de *H2eHu̯(i)s-/*H2eHHu̯(i)s-, cf. lat. audio < *auisd-, het. auš- ‘ver’, ai. āvis ‘ante la vista’, etc.